- συρίζω
- (I)και συρίττω ΝΜΑ, και σουρίζω και σουρώ, -άω, Ν, και δωρ. τ. συρίσδω Α[σῡριγξ, σύριγγος]1. παράγω οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή μέσα σε κατάλληλο όργανο, σφυρίζω2. (γενικά) εκβάλλω οξύ ήχο (α. «ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν τού σπηλαίου», Παπαδ.β. «συριζόντων κατά πρύμναν... πηδαλίων», Ευρ.)3. αποδοκιμάζω κάποιον, λ.χ. ηθοποιό ή ομιλητή, με σφυρίγματανεοελλ.φρ. «συρίττοντες ρόγχοι»ιατρ. ακροαστικά φαινόμενα τών πνευμόνων που μοιάζουν με σφύριγμα και ακούονται σε οξεία βρογχίτιδα και βρογχικό άσθμαμσν.-αρχ.ειδοποιώ κάποιον με σφυρίγματααρχ.εκβάλλω χαρακτηριστικό ήχο σαν να σφυρίζω.————————(II)Α [Σύρος]1. συμπεριφέρομαι ή σκέπτομαι και μιλώ σαν τους Σύρους2. βαρβαρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.